- παραφυές
- παραφυήςgrowing besidemasc/fem voc sgπαραφυήςgrowing besideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφυής — ές, ΜΑ [παραφύω] μσν. (για περισσότερα δάκτυλα από τα κανονικά) αυτός που φυτρώνει παραπλεύρως αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραφυές η παραφυάδα («συμβαίνει τήν ρητορικήν οἷον παραφυές τι τῆς διαλεκτικής εἶναι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek